οὐθείς, οὐθέν

οὐθείς, οὐθέν
+ see οὐδείς

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ουθείς — οὐθείς, ενός, ουδ. οὐθέν (Α) βλ. ουδείς …   Dictionary of Greek

  • ουδείς — ουδεμία, ουδέν (AM οὐδείς, οὐδεμία, οὐδέν, Α αρσ. και οὐθείς, ουδ. και οὐθέν) (αόρ. αντων. που κλίνεται κατά το εἷς, μία, ἕν) 1. ούτε ένας, κανένας («οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν», ΚΔ) 2. το ουδ. ως ουσ. το ουδέν κανένα πράγμα, τίποτε 3 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”